ἐρῷτο

ἐρῷτο
ἐράομαι
love
pres opt mp 3rd sg
ἐράω 1
love
pres opt mp 3rd sg
ἐράω 2
pour forth
pres opt mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιμανής — ἐπιμανής, ές (Α) 1. αυτός που επιθυμεί κάτι ή κάποιον μετά μανίας 2. μανιακός, τρελός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμανές μανιώδες ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μανής (< μαίνομαι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θ. μαν (πρβλ. μαν… …   Dictionary of Greek

  • ερωτικόβρυτος — ἐρωτικόβρυτος, η, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)] …   Dictionary of Greek

  • ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ηδυτόκος — ἡδυτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ερωτο τόκος, ιππο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοπλάνος — κοσμοπλάνος, ὁ (Α) αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • λαοπλάνος — ο (AM λαοπλάνος) αυτός που παρασύρει και εξαπατά τον λαό με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, μυθο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • μητρομανής — ές (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε μανής (πρβλ. ερωτο μανής, μυθο μανής, πυρο μανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • μοιχόληπτος — μοιχόληπτος, ον (Α) 1. αυτός που συλλαμβάνεται επ αυτοφώρω να μοιχεύει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιχόληπτα τα μοιχάγρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλάνος — μυθοπλάνος, ον (Α) μυθώδης, πλαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • νυχτοπλάνος — ο αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερωτο πλάνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”